- ξετίναγμα
- το [ξετινάζω]1. ισχυρό τίναγμα ενός πράγματος προκειμένου να φύγει από πάνω του η σκόνη2. μτφ. α) πρόκληση μεγάλης οικονομικής ζημιάςβ) η απώλεια τής περιουσίας κάποιουγ) η απογύμνωση κάποιου από τα επιχειρήματα που προβάλλει, η κατάρριψη με λόγους ή με γραπτά τών γνωμών ή τών ιδεών που υποστηρίζει κάποιος.
Dictionary of Greek. 2013.